- φυγγάνω
- φεύγωfleepres subj act 1st sgφεύγωfleepres ind act 1st sgφυγγάνωpres subj act 1st sgφυγγάνωpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυγγάνω — Α (ποιητ. τ.) φεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φυγ γ άνω έχει σχηματιστεί από το θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω* με έρρινο επένθημα (με αντίστροφο αναλογικό σχηματισμό κατά τα ζεύγη πυ ν θάνομαι: ἔπυθον, λι μ πάνω: ἔλιπον, όπου το έρρινο ένθημα… … Dictionary of Greek
φυγγάνει — φεύγω flee pres ind mp 2nd sg φεύγω flee pres ind act 3rd sg φυγγάνω pres ind mp 2nd sg φυγγάνω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγγάνουσιν — φεύγω flee pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φεύγω flee pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) φυγγάνω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φυγγάνω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφυγγάνω — (Α) καταφεύγω*, βρίσκω καταφύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φυγγάνω «φεύγω»] … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
φυγγάνειν — φεύγω flee pres inf act (attic epic) φυγγάνω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφυγγάνομεν — φεύγω flee imperf ind act 1st pl φυγγάνω imperf ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)